Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Χριστούγεννα







Αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα είναι σαν τα άλλα, σκέφτηκε.
Αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι άδεια, θλιμμένα και μοναχικά.
Τα φωτάκια θα καούν και τα στολίδια θα σπάσουν.
Θλίψη και θυμός θα πέσει σαν άχνη πάνω στα γλυκά.
Το δώρο σου για μένα, στεναχώρια με περιτύλιγμα πόνου, είπε.
Απογοήτευση. Η πραγματικότητα κάθε χρόνο θα σου χτυπάει την πόρτα.
”Να τα πούμε;”
Το ταβάνι πνιγμένο από σκέψεις ζοφερές.
Όσο εσύ θα γελάς με αγαπημένους, εγώ θα μετράω μέρες ως την πλήρη απεξάρτηση, μονολόγησε.
Κι αυτό θα είναι η τιμωρία μου.
Ψεύτικες ευχές, λειψά χαμόγελα και μπόλικο αλκοόλ να σβήσει όσα μέσα μου καίγονται.
Κάθε μέρα που θα περνά θα ξεχνώ και ένα σου βλέμμα.
Κάθε βράδυ που θα φέρνω σε πέρας, θα θάβω και δυο σου λέξεις.
Κάθε πρώτη του μήνα που θα φεύγει, θα μαυρίζω στιγμές κι εικόνες.
Μέχρι που θα χαθείς.Και μετά λίγο θα σε θυμάμαι. 
Σαν θολή ανάμνηση, σαν κάτι που τόσο λίγο ήταν που δεν άντεξε. 
Που λίγη σημασία είχε. 
Όπως και οι λόγοι για τους οποίους έσβησε.
Κι αυτό θα είναι η τιμωρία σου.


ΝΑΤΑΣΣΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ


πηγή : www.themachine.gr




Fedra V.


Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

great expectations








Finn: What's it like not to feel anything?
Estella: Let's say there was a little girl, and from the time she could understand, she was taught to fear... let's say she was taught to fear daylight. She was taught that it was her enemy, that it would hurt her. And then one sunny day, you ask her to go outside and play and she won't. You can't be angry at her can you?
Finn: I knew that little girl and I saw the light in her eyes, and no matter what you say or do, that's still what I see.
Estella: We are who we are. People don't change.


CHARLES DICKENS, "Great Expectations"


Fedra V.




Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

στο αρχαίο περιβόλι με τον παππού







Τα μαλακά του χέρια με κρατούσαν σε απόσταση
όταν έπεφτα πάνω του για αγκαλιά
είχε ζάχαρο, βλέπετε, και η γλύκα απαγορευόταν.
Τον κοίταζα εκστατική να κάνει ενέσεις ινσουλίνης.
Μετά φορούσαμε οι δυο μας ψάθινα καπέλα και
βαδίζαμε στην επικράτειά του.
Εγώ ο στρατός σου, παππού,
με την τσάπα στον ώμο
σε κατάσταση χάριτος
στου περιβολιού την απέραντη χώρα
με τις μανταρινιές και τα πορτοκαλένια δέντρα
να ορίσουμε τους δρόμους του νερού.
Υγρασία που φτάνει ως τις μέρες μας
ξέρω τι σου λέω
καθώς μετακινώ το χώμα να διαβεί το ρυάκι
μικρές τεχνητές λίμνες, παππού.
Ολοστρόγγυλες
σαν τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας
θα αναληφθεί το αρχαίο περιβόλι.
Είναι τώρα σε άλλο χρόνο
ο χώρος δεν υπάρχει
άγνωστα ακίνητα ανάσκαψαν τα ίχνη της πορείας μας
σπιτάκια ξένα
στριμώχνονται, φυτρώνουν, οι ρίζες τους ξεθεμελιώνουν
το χτήμα.
Εγώ έχω καταταγεί από τότε, ξέρεις
συνεχίζω να ποτίζω
δεν έφυγα ποτέ.


ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ, "Το αλφαβητάρι των πουλιών" 




Fedra V.




Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

γράμμα τρίτο










Να δρασκελίζεις καμιά φορά
μ´ ένθεα ακροδάχτυλα το ποτάμι
της θύμησης
σαν ακάλεστο πουλί στη σήμανση του κόσμου
ραμφίζοντας λωτούς

Γιατί υπάρχουν μάτια
που ούτε τη λήθη δεν μπορούν
να εκφυλίσουν.

Συγχέω τα μεσοπέλαγα χρώματα
Κάποτε και τις στιγμές 
Νύχτωσα στο ίδιο σημείο Ατενίζοντας 
το μπλε, το μπλε, Προπάντων
το μπλε σου
Δε χρειάζομαι άλλα υλικά.

Πλήρως επαρκεί

Να πνίγομαι.


ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ






Fedra V.







Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

MARK STRAND










MARK STRAND
(11 Απριλίου 1934 - 29 Νοεμβρίου 2014)

Αμερικανός ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής ποίησης και πρόζας από τα Ισπανικά και Πορτογαλικά.
Καθηγητής συγκρητικής λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ και μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας των Τεχνών και των Γραμμάτων.
Είχε τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ άλλων του βραβείου Pulitzer, το 1999, για τη συλλογή Blizzard of One.

"Υπηρέτησε" ως Poet Laureate στις ΗΠΑ για το διάστημα 1990-1991 και ως πρύτανης στην Ακαδημία Αμερικανών Ποιητών από το 1995 έως το 2000.

Ο Strand γεννήθηκε στον Καναδά και έζησε σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ, στο Μεξικό και το Περού. Αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Yale αλλά σύντομα το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική έδωσε τη θέση του στην ποίηση, Αν και όπως παραδέχτηκε ο ίδιος σε συνέντευξή του στο περιοδικό Los Angeles Times δεν ήταν ποτέ αρκετά καλός στη γλώσσα ως παιδί. "Πιστέψτε με, η ιδέα πως θα μπορούσα κάποια μέρα να γίνω ποιητής ήταν σοκ για την οικογένειά μου¨. Έφυγε για την Ιταλία όπου, με υποτροφία Fulbright, σπούδασε Ιταλική Ποίηση 19ου αιώνα.
Το 1962 άρχισε να διδάσκει σε διάφορα κολέγια και πανεπιστήμια, περιλαμβανομένων του Yale, του Princeton και του Harvard. Από το 2005 έως το 2014 ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia.

Εκτός από ποιητικές συλλογές, μεταφράσεις ποιημάτων του Rafael Alberti και του Carlos Drummond de Andrade, εξέδωσε δύο βιβλία πρόζας, κριτικές έργων σύγχρονων καλλιτεχνών, και τρία βιβλία για παιδιά, The Planet of Lost Things (1982), The Night Book (1985) και Rembrandt Takes a Walk (1986).

Το ίδρυμα Poetry Foundation, που εκδίδει το περιοδικό Poetry, αναφέρει ότι η ποίηση του Strand χαρακτηρίζεται από γλωσσική σαφήνεια, υπερρεαλιστικά στοιχεία και εμμονή στα θέματα της απουσίας, της απόρριψης και του θανάτου.

Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε περισσότερο με το κολλάζ σε χαρτί και τα έργα του εκτέθηκαν στην γκαλερί Lori Bookstein Fine Art στο Chelsea της Νέας Υόρκης.



Ποιητικές Συλλογές :


Sleeping with One Eye Open, 1964.
Reasons for Moving: Poems, 1968.
Darker: Poems, 1970.
The Story of Our Lives, 1973.
The Sargeantville Notebook, 1974.
Elegy for My Father, 1978.
The Late Hour, 1978.
Selected Poems, 1980.
The Continuous Life, 1990.
The Monument, 1991.
Reasons for Moving, Darker, and the Sargeantville Notebook, 1992.
Dark Harbor: A Poem, 1993.
Blizzard of One: Poems, 1998.
89 Clouds (single poem), 1999.
Man and Camel, 2005.
New Selected Poems, 2007.
Almost Invisible, 2013.
Collected Poems, 2014 (υποψήφιο για το National Book Award)


από τη συλλογή  του 1968 "Reasons for Moving" (Λόγοι που Κινούμαστε) σε μετάφραση της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ :

Σ' ένα πεδίο
είμαι η απουσία του πεδίου.
Έτσι πάντα συμβαίνει.
Όπου κι αν είμαι
είμαι αυτό που λείπει.
Όταν περπατάω
χωρίζω τον αέρα
και πάντα ο αέρας ξανάρχεται
για να γεμίσει τα κενά
εκεί που το σώμα μου ήταν.
Όλοι έχουμε λόγους
που κινούμαστε.
Εγώ κινούμαι
για να διατηρώ τα πράγματα ολόκληρα.

***

In a field
I am the absence
of field.
This is
always the case.
Wherever I am
I am what is missing.

When I walk
I part the air
and always
the air moves in
to fill the spaces
where my body's been.

We all have reasons
for moving.
I move
to keep things whole.


MARK STRAND, "Keeping Things Whole"



διαβάστε περισσότερα για το έργο του εδώ :
http://www.poetryfoundation.org/bio/mark-strand


ενδιαφέρουσα η συζήτηση του Mark Strand με τον ποιητή Henry Taylor (βραβείο Pulitzer, 1986)










Fedra V.





Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

διψάμε...







Η δίψα του απόλυτου είναι ένα δεύτερο πάθος. 

“Βλέπεις, θέλω πολλά, ίσως τα θέλω όλα”, έγραφε ο ποιητής. 

Μα όχι “ίσως”. Εμείς τα θέλουμε όλα. 

Η ζωή είναι λίγη, όχι χρονικά λίγη, όσο ποιοτικά και ποσοτικά. Είναι τόση μόνο, όσο για να ξυπνάει μέσα μας μια βαθιά, ακόρεστη δίψα. Ό,τι γευόμαστε σε τούτη τη ζωή δεν είναι παρά αρμυρό νερό που μεγαλώνει τη δίψα μας για ένταση και διάρκεια. 

Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να αποδώσει ό,τι ίσαμε τούτη τη στιγμή έχουμε δοκιμάσει στη ζωή: 

Διψάμε. 

Ό,τι γευτήκαμε κι ό,τι γευόμαστε είναι λίγο, ασήμαντο, μηδαμινό, μπροστά σ’ αυτό που διψάμε. Κι η δίψα αυτή είναι η πιο βασανιστική, το πιο φοβερό μαρτύριο. Οι στιγμές είναι ελάχιστες που η καρδιά ξεδιψάει για ζωή, το νερό κελαρύζει ελάχιστες στιγμές και μετά στερεύει κι η καρδιά μένει εκεί σκυμμένη καρτερώντας… πιο διψασμένη ύστερα απ’ αυτές τις στιγμές, πιο αχόρταστη, με τα χείλη ανοιχτά και ξεραμένα απ’ τη νοσταλγία.

Τι διψάμε; 

Διψάμε ένταση, διάρκεια, ποικιλία. Διψάμε το αδιάκοπα καινούργιο. Λαχταράμε τον ίλιγγο της πτώσης, της απροσμέτρητης πτώσης, αλλά και το φτερούγισμα της ανόδου. Κάθε τι ακραίο μας ηλεκτρίζει. Η γη είναι στενή, η ζωή φθαρμένη μέσα στα σχήματα. Ασφυκτιούμε μέσα στα δεσμά του τόπου, του χρόνου και των αισθήσεων. Μέσα μας υπάρχει ένας χώρος χωρίς έκταση, η ανάγκη για μια απόλυτη διάρκεια κι η λαχτάρα για μια χωρίς όρια απόλαυση.

Τα θέλουμε όλα, κι αυτό είναι το πιο βασανιστικό πάθος μεσ’ στη ζωή.



Χρήστος Γιανναράς, "Πείνα και Δίψα" 



Fedra V.



Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

ζωή και θάνατος







Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία.  Τουλάχιστον μ’αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.

Και μείς τι την κάνουμε, ρε αντί να την ζήσουμε;

Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την…

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;

Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα…

Έτσι, μ’αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;

Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κανουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…

Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα 'ρθει ποτέ…

Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Ξέρεις γιατί;

Γιατι η μέρα μας είναι φορτωμένη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.

Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.



ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ, "Χαμογέλα ρε…τι σου ζητάνε;"




Fedra V.




Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

παράδεισος








Και τι είναι ο Παράδεισος; - σκέφτηκα...

Ένας μεγάλος κήπος που παίξαμε και χάσαμε νωρίς νωρίς οπότε γιατί τόση αγωνία για την Αγάπη;
Τα εξαίσια σώματα με τα φτερά στην πλάτη οι αμαρτωλές σκέψεις και οι επιθυμίες μας είναι που καταδικάστηκαν να ποδηλατούν αιώνια στον ουρανό ποτέ να μην πατήσουν χώμα ποτέ να μην αγγίξουν να μην αγγιχτούν και χάσει ο Φόβος το πλεονέκτημα στις καρδιές των ανθρώπων.

Νεότερη άναβα κεριά στα μανουάλια με την άμμο - ποτέ στα άλλα - κι αισθανόμουν ότι φύτευα ένα νεκρό μου μέλος στο σώμα του χρόνου.
Σήμερα κοιτάζω βλοσυρή τα πρόσωπα των αγίων και προσπαθώ να καταλάβω ποια θυσία δεν έκανα ώστε να με αποτυπώσει και μένα κάποιος στην καρδιά του με τον ίδιο σεβασμό που επέδειξα όλη μου την ζωή απέναντι στο ανέφικτο.

Όταν άρχισα ν’ αθροίζω νεκρούς κατάλαβα ότι έπαιρνα σειρά κι αντιδρούσα. 
Σταμάτησα να κοιμάμαι, να μιλάω καμιά φορά και ν’ ανασαίνω. 

Τίποτα. 

Δρόμος γραμμένος για όλους ο Θάνατος στη στιγμή έχουμε αμφιβολία γι αυτό φοράω ακόμα τα παιδικά μου ρούχα  - κόκκινο βελούδινο φουστανάκι, καπέλο και άσπρα παπούτσια - για να μη με καταλάβει κανείς και να διαρρεύσω στο μέλλον σαν πληροφορία άχρηστη αν και στον καιρό της τραγική.

Τις λέξεις μου τις έχω πληρώσει πανάκριβα: χρόνια πορφυρά από το αίμα και συναντήσεις λευκές από τον απέραντο φόβο μιας βαθύτερης γνωριμίας. 

Μου πρότειναν δουλειά: σ’ ένα ακίνητο ποτάμι, να μετρώ τα πρόσωπα που καθρεφτίζονται ολημερίς σαν σε φιλμ το οποίο δεν θα εμφανιστεί ποτέ.
Αρνήθηκα.
Έχω δουλειά – είπα.

Eκτίθεμαι.




ΣΤΕΛΛΑ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ, “Με λένε Θάνατο”




fedra V.




Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

I took one Draught of Life







I took one Draught of Life - 
I'll tell you what I paid - 
Precisely an existence - 
The market price, they said. 

They weighed me, Dust by Dust - 
They balanced Film with Film, 
Then handed me my Being's worth - 
A single Dram of Heaven!


EMILY DICKINSON






artwork : "The Girl I Left Behind Me" by Eastman Johnson




Fedra V.





Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

το παραμύθι της χαράς







(Μια πανέμορφη τριανταφυλλιά κι ένα δύσμορφο τέρας κάτω από το δέντρο του ήλιου)

Τριανταφυλλιά: Θα μπορούσες να γράψεις κάτι για μένα;
Τέρας: Ό,τι θες, τριανταφυλλιά μου...
Τριανταφυλλιά: Θα ήθελα κάτι το εύθυμο.
Τέρας: Μα δεν ξέρω αν...
Τριανταφυλλιά: Εσύ; Μα γράφεις τόσο όμορφα!
Τέρας: Δεν ξέρω να γράφω αλλιώς... Δεν κάνω καμιά προσπάθεια... Απλώς καταγράφω τις σκέψεις μου...
Τριανταφυλλιά: Τόσο όμορφες σκέψεις σ' ένα τόσο...
Τέρας: ...άσχημο κορμί...
Τριανταφυλλιά: Μην το λες αυτό… Αφού ξέρεις πόσο...
Τέρας: Ναι, ξέρω… Όμως είναι η αλήθεια...
Τριανταφυλλιά: Μην πιστεύεις στην αλήθεια… Κοίτα μόνο την ομορφιά.
Τέρας: (κοιτάζοντάς την) Μόνο αυτήν κοιτάζω...
Τριανταφυλλιά: Λοιπόν :
Τέρας: Θέλεις κάποιο θέμα;
Τριανταφυλλιά: Δε μ' ενδιαφέρει το θέμα, σημασία έχει να είναι εύθυμο.
Τέρας: Καλώς...
Τριανταφυλλιά: Σκέφτηκες ήδη κάτι;
Τέρας: Νομίζω πως ναι...
Τριανταφυλλιά: Πες μου, πες μου...
Τέρας: Ντρέπομαι...
Τριανταφυλλιά: Μα γιατί;
Τέρας: Διότι σ' αυτήν την ιστορία είμαι όμορφος...
Τριανταφυλλιά: Θα είναι σίγουρα εύθυμη εφόσον η αρχή είναι αστεία!
Τέρας: Τότε άκου την ιστορία μου... Καθόμουν κάτω από ένα δέντρο...
Τριανταφυλλιά: (δείχνει το δέντρο) Σαν αυτό;
Τέρας: Ναι, ακριβώς το ίδιο! (κάθεται κάτω από το δέντρο.) Καθόμουν έτσι λοιπόν... Ήμουν σιωπηλός σαν το βράχο και ξαφνικά άκουσα παιδιά να φωνάζουν. Έπαιζαν μαζί κι ήταν χαρούμενα ώσπου να με δουν...
Τριανταφυλλιά: Τι έγινε εκείνη τη στιγμή;
Τέρας: Η ομορφιά μου τους προκάλεσε...
Τριανταφυλλιά: Αυτό είναι πραγματικά απίστευτο!
Τέρας: Κι όμως ζήλεψαν τα ρούχα μου κι άρχισαν να τα σχίζουν. Τα έβλεπα που γελούσαν και χαιρόταν η ψυχή μου. Στο τέλος ήμουν γυμνός σαν τον ήλιο...
Τριανταφυλλιά: Τι κρίμα που δεν είδα αυτή τη σκηνή! Και τι έγινε μετά;
Τέρας: Το κορμί μου τράβηξε την προσοχή τους... Δεν άντεχαν τόση ομορφιά!
Τριανταφυλλιά: Αυτό δε μου συνέβη ποτέ... Και τι έκαναν;
Τέρας: Άρχισαν να μου πετούν πέτρες...
Τριανταφυλλιά: Τα παιδιά;
Τέρας: Τα παιδιά δεν ξέρουν...
Τριανταφυλλιά: Σωστά! Εσύ όμως δε μιλούσες;
Τέρας: Όχι, ήθελα να το χαρούν... Πρώτα μάτωσαν τον ήλιο όμως ακόμα και λαβωμένος ήταν όμορφος. Σταμάτησαν να πετούν τις πέτρες μόνο όταν έγινε γαλάζιος και έπεσε.
Τριανταφυλλιά: Δεν πόνεσες;
Τέρας: Οι ήρωες των παραμυθιών δεν πονούν!
Τριανταφυλλιά: (γελώντας) Για μια στιγμή ξέχασα ότι ήταν παραμύθι...
Τέρας: Με τα λόγια ξέχασες την ασχήμια μου...
Τριανταφυλλιά: Έχεις δίκιο είμαι κουτή… Συνέχισε το παραμύθι σου...
Τέρας: Τα παιδιά έφυγαν χαρούμενα... Είχαν αφήσει πίσω τους τα γαλάζιο ήλιο, τη σπασμένη ομορφιά κάτω από το δέντρο που λύγισε πάνω μου.
Τριανταφυλλιά: Δεν ήξερα πόσο στοίχιζε η χαρά...
Τέρας: Κανείς δεν ξέρει γι' αυτό την αναζητά!
Τριανταφυλλιά: Εγώ σου ζήτησα τη χαρά και μου έδωσες την ανθρωπιά.

Τέρας: Οι άνθρωποι δεν άφησαν τίποτα άλλο στα τέρατα... Συγγνώμη, Τριανταφυλλιά μου...


Ν. ΛΥΓΕΡΟΣ



artwork by Michael Cheval




Fedra V.



Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Alone...









Ένας αγαπημένος "καταραμένος" που παραδίδεται στους εσωτερικούς του δαίμονες και ονειρεύεται όσα κανείς θνητός δεν τολμά να ονειρευτεί...



'All that we see or seem
Is but a dream within a dream.'


From childhood's hour I have not been 
As others were; I have not seen 
As others saw; I could not bring 
My passions from a common spring. 
From the same source I have not taken 
My sorrow; I could not awaken 
My heart to joy at the same tone; 
And all I loved, I loved alone. 
Then- in my childhood, in the dawn 
Of a most stormy life- was drawn 
From every depth of good and ill 
The mystery which binds me still: 
From the torrent, or the fountain, 
From the red cliff of the mountain, 
From the sun that round me rolled 
In its autumn tint of gold, 
From the lightning in the sky 
As it passed me flying by, 
From the thunder and the storm, 
And the cloud that took the form 
(When the rest of Heaven was blue) 
Of a demon in my view. 

EDGAR ALLAN POE 
(19 Ιανουαρίου 1809 - 7 Οκτωβρίου 1849)







Μόνος

Από την πρώτη μου στιγμή, εγώ δεν ήμουν σαν παιδί
Όπως οι άλλοι - δεν έβλεπα
Όπως οι άλλοι - δεν έβγαιναν
Τα πάθη μου από πηγή συνηθισμένη.
Από τέτοια κοινή πηγή εγώ τη θλίψη δεν αντλούσα
Ούτε και την καρδιά μου να ξυπνώ
Στον τόνο της χαράς μπορούσα.
Κι ό,τι αγαπούσα, μόνος το αγαπούσα.
Τότε - παιδί ακόμα - στην αυγή
Μιaς όλο θύελλες ζωής - ξεπήδησε
Απ' τα βάθη του καλού και του κακού
Ένα μυστήριο που και σήμερα δεσμώτη με κρατά
Από τον χείμαρρο ή από την κρήνη
Απ’του βουνού τον κόκκινο γκρεμό
Από τον ήλιο που ολόγυρά μου έκανε δίνη
Στη φθινοπωρινή του χρυσαφένια ανταύγεια
Από την αστραπή στον ουρανό
Καθώς πετώντας με προσπέρασε -
Από την καταιγίδα και τον κεραυνό
Κι από το σύννεφο που πήρε μια μορφή
('Oταν γαλάζιοι ήταν κατά τ’άλλα οι Ουρανοί)
Στα μάτια μου δαιμονική.


(μετάφραση Λητώ Σεϊζάνη)






Fedra V.





Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

...χωρίς τίτλο...










Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω
χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το βήμα σου
χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ‘θελες να μείνω;
Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.
Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματά μου
όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου
όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα
μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την αλήθεια.
Δεν την αντέχω αυτή τη μάταια ελπίδα
να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη
μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ




Fedra V.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

το χρυσό μυαλό







Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που είχε χρυσό μυαλό. Οι γονείς του το ανακάλυψαν τυχαία όταν τραυματίστηκε στο κεφάλι και άρχισε να τρέχει χρυσάφι αντί για αίμα.

Μετά απ' αυτό άρχισαν να το προσέχουν πολύ και δεν το άφηναν να παίζει με τα άλλα παιδιά γιατί φοβούνταν μην το ληστέψουν. Όταν το παιδί μεγάλωσε και ήθελε να βγει στον κόσμο, η μητέρα του τού είπε: "Έχουμε κάνει τόσο πολλά για σένα που θα πρέπει να μας αφήσεις να μοιραστούμε τα πλούτη σου".

Ο γιος της τότε έβγαλε ένα μεγάλο κομμάτι χρυσού από το μυαλό του και το έδωσε στη μητέρα του. Μετά άρχισε να ζει πλουσιοπάροχα μαζί με ένα φίλο του, ο οποίος όμως μια νύχτα τον λήστεψε κι έφυγε.

Μετά απ' αυτό ο άνδρας αποφάσισε να κρύβει το μυστικό του και να ψάξει να βρει μια δουλειά, γιατί τα αποθέματα χρυσού είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν. Μια μέρα ερωτεύτηκε ένα πανέμορφο κορίτσι. Τον αγαπούσε κι εκείνη, αλλά όχι περισσότερο από τα πανέμορφα ρούχα που της χάριζε τόσο απλόχερα. Την παντρεύτηκε και ήταν πολύ ευτυχισμένος, αλλά δυο χρόνια αργότερα αυτή πέθανε κι εκείνος ξόδεψε όλα τα υπόλοιπα πλούτη του για την κηδεία της, που ήθελε να είναι μεγαλοπρεπής.

Κάποια μέρα, ενώ σερνόταν στους δρόμους, αδύναμος, φτωχός και δυστυχισμένος, είδε ένα υπέροχο ζευγάρι μπότες που θα ήταν τέλειο για τη γυναίκα του. Ξέχασε ότι αυτή είχε πεθάνει - ίσως γιατί το άδειο πλέον μυαλό του δε λειτουργούσε πια - και μπήκε στο κατάστημα για ν' αγοράσει τις μπότες. Όμως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή έπεσε κάτω και ο καταστηματάρχης είδε ένα νεκρό άνδρα να κείτεται στο δάπεδο.


Ο Alphonse Daudet έγραψε γι' αυτήν την ιστορία: 


"Η ιστορία αυτή μοιάζει να είναι δημιούργημα της φαντασίας, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να πληρώνουν και για τα πιο μικρά πράγματα στη ζωή τους με όλη την ψυχή και το μυαλό τους. Αυτός είναι ένας σταθερά επαναλαμβανόμενος πόνος και αργότερα, όταν κουράζονται πια να υποφέρουν... "




Απόσπασμα από το βιβλίο της ALice Miller "Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας"




Fedra V.