Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

…και ζήσαν αυτοί καλά






Στα παραμύθια που δεν πίστεψα ποτέ και σε αυτά τα λίγα που πιστεύω, υπάρχει μια φράση αντίστοιχη με εκείνη των ταινιών με ευτυχισμένο τέλος. "… ζήσαν αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα".


 Όταν το βιβλίο έκλεινε και η ιστορία τελείωνε, εμένα με βασάνιζε το ίδιο πάντα ερώτημα: "Και μετά; Τι έγινε μετά;"

Απάντηση δεν πήρα ποτέ από κανέναν. Γι αυτό και αποφάσισα να ψάξω να βρω μόνος μου την άκρη. 


Η αρχή ήταν να  φανταστώ το "μετά" ενός πασίγνωστου παραμυθιού. 
Το "μετά" αν …ΔΕΝ  ….είχαν ζήσει αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Η Κοκκινοσκουφίτσα. 


Στην Κοκκινοσκουφίτσα λοιπόν, για να σας θυμίσω, η ιστορία τελειώνει ως εξής:

Ο καλός ξυλοκόπος σκοτώνει τον κακό λύκο και σώζει την Κοκκινοσκουφίτσα και την γιαγιά της από τα δόντια του.

Κι ύστερα; 


Ύστερα,  η ζωή έμοιαζε να έχει ξαναβρεί τους κανονικούς της ρυθμούς.

Η γιαγιά συνέχιζε να μένει στο μικρό της σπίτι στο δάσος, παρά τις υποδείξεις όλων  ότι δεν ήταν διόλου ασφαλής εκεί.

Η Κοκκινοσκουφίτσα συνέχιζε να την επισκέπτεται καθημερινά για να της πηγαίνει φαγητό. Όλα έδειχναν άκρως φυσιολογικά. Έδειχναν. Γιατί στην πραγματικότητα, κάτι δεν πήγαινε καλά.


Αρκετά χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι της γιαγιάς,  στο  νοσοκομείο,  νοσηλευόταν ο  λύκος. Διάγνωση: κρανιοεγγεφαλικές κακώσεις και μώλωπες σε όλο το σώμα.

Τον είχε μεταφέρει εκεί, τρεις  μήνες νωρίτερα, ένα κακός ξυλοκόπος. (δυστυχώς κακοί υπάρχουν σε όλα τα επαγγέλματα).

Όλον αυτόν τον καιρό, ο λύκος βρισκόταν σε κώμα. Εκείνο όμως το πρωί έγινε το θαύμα.

Ο κακός  λύκος ξύπνησε. Κοίταξε γύρω του.


- Πού βρίσκομαι ; , ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή.

- Στο νοσοκομείο είσαι, απάντησε η νοσοκόμα από την άλλη άκρη του δωματίου.

- Και τι κάνω εδώ;

- Καλά δε θυμάσαι τίποτα ;

- Απολύτως τίποτα.

- Περίμενε να φωνάξω το γιατρό.


‘Εξι ώρες αργότερα,  ο γιατρός επισκέφτηκε τον κακό λύκο (το σύστημα υγείας δεν λειτουργεί φυσιολογικά ούτε στα παραμύθια ).


- Πως είσαι ; ρώτησε ο γιατρός.

- Γιατρέ μου δεν θυμάμαι τίποτα. Ούτε γιατί είμαι εδώ, ούτε ποιος μ’ έφερε, ούτε καν το όνομα μου!

- Για να δούμε λοιπόν τι έχουμε εδώ… Σύμφωνα με το ταμπελάκι που βρίσκεται στο κρεβάτι σου είσαι ο "ο κακός ο λύκος " από το γνωστό παραμύθι η "Κοκκινοσκουφίτσα". Σ’ έφεραν  μετά από τα χτυπήματα που δέχτηκες από τον "καλό ξυλοκόπο".

- Γιατρέ μια άσχετη ερώτηση : Αυτός με χτύπησε και είναι καλός και εγώ που τις έφαγα είμαι ο κακός ;

- Μάαααλιστα…… Χμ…. Το πρόβλημα σου είναι πιο σοβαρό απ ό,τι νόμιζα. Ξεχνάς ότι πήγες να καταβροχθίσεις την Κοκκινοσκουφίτσα κι έκλεισες τη γιαγιά της στη ντουλάπα με τα χειμωνιάτικα ;

- Τι μου λέτε γιατρέ μου τώρα; Εγώ αυτή την Κοκκινοσκουπίτσα ούτε που την ξέρω.

- Κοκκινοσκουφίτσα ανόητε!

- Ναι, όπως κι αν τη λένε, εγώ αποκλείεται να προσπάθησα να τη φάω. Είμαι vegetarian!

- Και θες να σε πιστέψω δηλαδή ;

- Αν είχατε την ευχαρίστηση…

- Καλά… Εγώ θα κάνω ότι σε πιστεύω… αλλά στο εξής να προσέχεις τι τρως! Έχεις πρόβλημα με τη χοληστερίνη σου. Μόνο λαχανικά και καρότα!

- Ό,τι πείτε εσείς. Μπορώ να φύγω από εδώ ;

- Ναι βέβαια. Χρειαζόμαστε και το κρεβάτι. Τυχερός είσαι γιατί αν δεν είχες ξυπνήσεις και σήμερα θα σε δήλωνα νεκρό.

- Κατάλαβα, πείτε ότι έφυγα ήδη!


Στο μεταξύ, στο σπίτι της γιαγιάς κάποιος χτυπάει την πόρτα.


- Ποιος είναι ; ρωτάει η γιαγιά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ανήμπορη να σηκωθεί.

- Γιαγιά, η Κοκκινοσκουφίτσα είμαι!

- Α, έλα παιδάκι μου. Μπες. Το κλειδί είναι πάνω στην πόρτα.  Άνοιξε και μπες.


 Και αφού μπαίνει μέσα….


- Γεια σου γιαγιάκα. Σου έφερα γλυκό που έφτιαξε η μητέρα μου.

- Σ’ ευχαριστώ Κοκκινοσκουφίτσα μου. Και τι γλυκό μου έφερες ;

- Κουραμπιέδες,  γιαγιάκα μου.

- Ήμαρτον κοριτσάκι μου!. Από τα Χριστούγεννα κουραμπιέδες μου φέρνεις και είναι καλοκαίρι πια! Πόσους είχε φτιάξει επιτέλους η μάνα σου ;

- Οι ίδιοι είναι γιαγιάκα μου, απλώς κάθε φορά που φεύγω τους παίρνω μαζί μου. Ξεχνάς πως έχεις ζάχαρο και δεν κάνει να τρως γλυκά ;


Οι συζητήσεις της Κοκκινοσκουφίτσας με τη γιαγιά της δεν έβγαζαν ποτέ, πουθενά. Γι αυτό, ας δούμε καλύτερα τί κάνει ο κακός λύκος από τότε που βγήκε απ το νοσοκομείο…


Σ’ ένα δάσος λοιπόν….


- Πω πω, τί λιγούρα είναι αυτή που έχω! Και είπε κι ο γιατρός να μη τρώω τίποτα παρά μόνο λαχανικά και καρότα. Α ωραία! Να ένα καρότο. Ας το φάω!


Και όπως κάνει ο κακός ο λύκος να φάει το καρότο ακούει…


- Με θυγχωρείται , εθείθ δεν είθτε ο κακόθ ο λύκοθ;

- Ναι, έτσι λένε . Με ποιον έχω την τιμή να ομιλώ;

- Έναθ λαγόθ είμαι κύριε. Κι εθείθ πάτε να φάτε το καρότο μου.

- Ξέρετε, είναι συνταγή γιατρού. Έχω κάτι στερητικό στη χολή μου και ο γιατρός μου είπε να αποφεύγω τις καταχρήσεις.

- Θυγνώμη κύριε λύκε, μήπωθ είθτε κόπανοθ ;

- Γιατί το λέτε αυτό κύριε λαγέ ;

- Οι λύκοι δεν παθαίνουν χοληθτερίνη. Πολύ απλά, ο γιατρόθ θαθ κορόιδεψε για να μη φάτε την Κοκκινοθκουπίθα.

- Μα ποια είναι επιτέλους αυτή η Κοκκινοσκουπίτσα που θέλω να φάω ;

-  Κοκκινοθκουπίθα ανόητε. Μα θτ’ αλήθεια έχειθ πάθει αμνηθία ;

- Δυστυχώς, ναι!

- Θα θε βοηθήθω εγώ.


Τότε, ο λαγός κάθισε και είπε στον κακό λύκο τα πάντα.. Κι εκείνος ως εκ θαύματος τα θυμήθηκε όλα. Έτσι, την άλλη μέρα το πρωί, πήρε το μονοπάτι για να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς της Κοκκινοσκουφίτσας.



 - Ωραίαααα… εδώ είμαστε. Ήρθε η ώρα που περίμενα επιτέλους.  Ας χτυπήσω τη πόρτα. 


ΤΟΚ ΤΟΚ ΤΟΚ


- Ποιος είναι ; φώναξε η γιαγιά.

- Η Κοκκινοσκουπίτσα είμαι γιαγιά! Άνοιξέ μου! Όχι, λάθος… η Κοκκινοθκουπίθα ή όχι… τέλος πάντων η Κοκκινοτέτοια η εγγονή σου είμαι!

- Αχ, παιδάκι μου… μα δεν σου είπα ότι το κλειδί είναι επάνω στη πόρτα ; Άνοιξε και μπες.


Ο κακός ο λύκος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Μόλις τον είδε η γιαγιά, είπε τρομαγμένη:


- Εσύ δεν είσαι η Κοκκινοσκουφίτσα! Μα, για να σε δω καλά… Θεέ μου, πάλι εσύ ;

- Μην ανησυχείς, δεν θα σε πειράξω. Εγώ την Κοκκινοσκουπίτσα θέλω να φάω. Εσένα, απλά θα σε δέσω και θα βάλω μέσα στη ντουλάπα.

- Όχι, σε παρακαλώ! Όχι πάλι στη ντουλάπα! Προχθές ξεμύρισα από τις ναφθαλίνες. Βάλε με καλύτερα στο ψυγείο.


Ο καλός λύκος έδεσε τη γιαγιά και την έκρυψε μέσα στο ψυγείο. Μετά, φόρεσε τα γυαλιά της και τα ρούχα της και κάθισε να περιμένει την Κοκκινοσκουφίτσα να έρθει. Έτσι κι έγινε. Λίγη ώρα αργότερα, έφτασε η Κοκκινοσκουφίτσα.


- Γεια σου γιαγιάκα μου.

- Ήρθες, Κοκκινοσκουπίτσα μου ;

- Ήρθα, γιαγιά μου. Σου έφερα και γλυκά γιατί με τις τελευταίες εξετάσεις που έκανες δεν είχες ζάχαρο.

- Καλά,  το γλυκό θα το φάω μετά το φαγητό.

- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά ;

- Είναι κληρονομικό,  παιδάκι μου. Έτσι είναι τ’ αυτιά στο σόι μας… σαν τηγανήτες. Μη στεναχωριέσαι όμως, θα μεγαλώσουν και τα δικά σου.

- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο κόκκινα μάτια  ;

- Δεν είναι τίποτα παιδάκι μου, δεν έχω κοιμηθεί καλά.

- Και γιατί έχεις τόσο μεγάλο στόμα ; Μάλλον,  άσε μη μου απαντήσεις. Φάε πρώτα το γλυκό που σου έφερα.

- Τι καλό μου έφερες ;

- Κουραμπιέδες. Έλα φάε.


Και τότε ο κακός ο λύκος έκανε το μοιραίο λάθος. Έφαγε τον κουραμπιέ που από την πολυκαιρία και το πήγαινε- έλα είχε γίνει σαν βότσαλο με ζάχαρη. Έτσι, έσπασε όλα του τα δόντια και άρα η Κοκκινοσκουφίτσα τη γλίτωσε δια παντός! 




Το συμπέρασμα που έβγαλα λοιπόν είναι ότι, πάντα, εκείνοι ζουν καλά κι εμείς καλύτερα. Κι όποιος αμφιβάλει ή έχει χάσει την πίστη του στα παραμύθια ή την παιδική του αθωότητα.  


ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΟΚΟΣ



Fedra V.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου