Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Η αλχημεία του λόγου

Και τώρα η σειρά μου. Η εξιστόρηση μιας τρέλας μου.
Για πολύ καρό καυχήθηκα πως κάθε πιθανού τόπου ήμουν ο κυρίαρχος και ως γελοιότητες χαρακτήριζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποιήσεως.

Αυτά που μ΄ άρεσαν ήταν: τα παράλογα έργα ζωγραφικής, τα διακοσμητικά στις εξώπορτες, τα σκηνικά, οι μεταμφιέσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα διαφημιστικά φυλλάδια, οι λαϊκοί διάκοσμοι, η ντεμοντέ λογοτεχνία, τα Λατινικά της εκκλησίας, τα ανορθόγραφα ερωτικά βιβλία, οι νουβέλες της γιαγιάς, τα παραμύθια, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλαιές όπερες, τ΄ ανόητα ρεφρέν και οι αφελείς ομοιοκατάληκτοι ρυθμοί.

Ονειρεύτηκα σταυροφορίες, εξερευνητικά ταξίδια που κανείς δεν είχε υπόψη του, ανιστόρητες δημοκρατίες, καταπνιγμένους θρησκευτικούς πολέμους, επαναστάσεις των ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων· Πίστευα σ’ όλα τα μάγια.

Εφηύρα των φωνηέντων το χρωματολόγιο! Το Άλφα για το μαύρο, το Έψιλον για το λευκό, το Ιώτα για το κόκκινο, το Όμικρον για το κυανό, το Ύ(U)ψιλον για το πράσινο. Οριοθέτησα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου, και, με ενστικτώδεις ρυθμούς, κολακεύτηκα με την ανακάλυψη μιας ποιητικής γλώσσας, που σήμερα ή αύριο, όλοι θ’ αναγνώριζαν. Και κράτησα για μένα τη μετάφραση της.

Αρχικά ήταν κάτι σαν έρευνα. Έγραψα για σιωπές, για νύχτες, έδωσα λέξεις στ’ απερίγραπτο, σταμάτησα την περιδίνηση.

Πολύ πιο μακριά κι απ΄ τα πουλιά, τις αγέλες και τις χωριατοπούλες
Τι να’ πια άραγε, στα ρείκια που γονάτισα
με ιτιές άγουρες τριγυρισμένος
καταμεσής μιας πράσινης και χλιαρής απογευματινής ομίχλης;

Τι θα μπορούσα να ρουφήξω απ’ το νεαρό πουλί
-Φτελιές δίχως φωνή, λιβάδια δίχως άνθους, συννεφιασμένος ουρανός!

Να μεθύσω με τούτες τις κιτρινισμένες κολοκύθες,
μακριά απ΄ την καλύβα Αγάπη μου;

Λίγο χρυσό πιοτό σε κάνει να ιδρώνεις.

Ως πανδοχείου έμοιαζα φτηνό σημάδι
-Το βράδυ, μια θύελλα δάγκασε τον ουρανό.

Οι χυμοί των δένδρων στέγνωσαν σε αμμουδιές παρθένες,
και ο αέρας του Θεού πάγωσε τις λίμνες

Κλαίγοντας, αντίκρισα το χρυσό,
- να το γευτώ όμως αδύνατο.

***

Τέσσερις, ξημερώνοντας καλοκαίρι,
κι η απουσία της αγάπης παρατείνεται.

Κάτω από θάμνους αναθυμιάζει
τ’ άρωμα γιορτινής νυχτός.

Εκεί πέρα, στη θεόρατη ξυλαποθήκη
Με τον ήλιο των Εσπερίδων,
Ξεμπράτσωτοι πιάνουν δουλειά οι ξυλοκόποι.

Και στις βαλτώδεις έρημους τους, ήσυχα,
ανεκτίμητης αξίας φατνώματα κατασκευάζουν
όπου η πόλη ουρανούς ψεύτικους θα ζωγραφίσει.

Ω τούτοι οι εργάτες,
θελκτικοί Σκλάβοι Βαβυλώνιου Βασιλέα,
Αφροδίτη! Άσε για μια στιγμή τους εραστές
που’ χουν ψυχές στεφανωμένες.

Βασίλισσα των ποιμένων με τ’ ακριβότερο ποτό
ξεδίψασε τους γρήγορα,
που τώρα αναπαύονται
καρτερώντας να βουτηχτούν στη θάλασσα καταμεσήμερο.

Το παλιομοδίτικο στυλ ποίησης έπαιξε πάντα έναν σημαντικό ρόλο στην αλχημεία του λόγου μου.

Εθίστηκα στις στοιχειώδεις παραισθήσεις: Θα μπορούσα ξεκάθαρα να διακρίνω ένα μουσουλμανικό τέμενος αντί ενός εργοστασίου, μία ορδή αγγέλων τυμπανιστών, άμαξες με άλογα στα μονοπάτια τ’ ουρανού, ένα ατελιέ στο βυθό μιας λίμνης· σημεία και τέρατα. Ο τίτλος μίας επιθεώρησης με γέμισε δε δέος.

Και έτσι εξήγησα τις μαγικές σοφιστείες μου μεταγράφοντας τις λέξεις σε οράματα!

Τελικά, άρχισα να θεωρώ την αναταραχή του μυαλού μου ως ιερό πράγμα. Αδρανούσα χτυπημένος από ένα τυραννικό πυρετό: Φθόνησα την ευδαιμονία των ζώων – κάμπιες, οι οποίες απεικονίζουν την αθωότητα της αγέννητης ψυχής, τυφλοπόντικες, ο λήθαργος της παρθενίας!

Ξίνισα. Αποχαιρέτησα τον κόσμο με σχεδιάσματα σα μπαλάντες:

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΙΟ ΨΗΛΟΥ ΠΥΡΓΟΥ

Σιμώνει, σιμώνει
η εποχή που θα παρθούμε
Τόσο πολύ περίμενα
Λησμόνησα τα πάντα
Φόβοι και βάσανα στους ουρανούς χαθήκαν
και μια δίψα αρρωστημένη θολώνει τις φλέβες μου.

Σιμώνει, σιμώνει
η εποχή που θα παρθούμε

Σαν λιβάδι που το σκεπάζει η λήθη
κατάφυτο και ανθισμένο λιβάνια και ζιζάνια,
στο τρελό βουητό των αλογόμυγων.
Σιμώνει, σιμώνει
η εποχή που θα παρθούμε

Αγάπησα την έρημο, τους ξερούς οπωρώνες, τα φτηνομάγαζα, τα δυνατά ποτά. Σύρθηκα στους δημόσιους δρόμους και με κλειστά τα μάτια παραδόθηκα στον ήλιο, στο Θεό της Φωτιάς.

«Στρατηγέ: αν σας περίσσεψε κάποιο κανόνι στα ερείπια των προμαχώνων σας, ρίξε μας σβώλους και σμυρίγλια γης ξερής. Σπάστε τις βιτρίνες των πολυτελών καταστημάτων! Και τα ατελιέ! Κάντε την πόλη να φαει τη σκόνη της. Οξειδώστε τους φτερωτούς δαίμονες που στέκουν στις υδρορροές. Γεμίστε τα μπουντουάρ με τη φλογερή σκόνη των ρουμπινιών…»

Ω! Η σκνίπα! Μεθυσμένος στα ουρητήρια του πανδοχείου, ερωτοχτυπημένος με νηπενθές που μια αχτίδα φωτός διαλύει!

ΠΕΙΝΑ
Και να’ χα όρεξη,
μόλις και μετά βίας
Γεύση γης και πέτρας
Πάντα ελαφρά γευματίζω
Χωρίς να εξαντλώ το βράχο, το κάρβουνο και το σίδερο.

Η πείνα μου ανάβει,
Τροφή, πείνα, Του αγρού ο ήχος
Ρουφήξτε το ζωντανό φαρμάκι Βοτανίζοντας.
Φάτε τις πέτρες που αυτός σπάζει
Αρχαίες πέτρες εκκλησιών

Βότσαλα κατακλυσμών παλαιών,
καρβέλια σπαρμένα σε γκρίζες κοιλάδες.

***

Κάτω απ’ τις φυλλωσιές
ο Λύκος ούρλιαξε φτύνοντας φτερά πολύχρωμα
από το συμπόσιο των πτηνών
κι όπως αυτός, ίδια καταβροχθίστηκα.

Φρούτα και χορταρικά έτοιμα να συλλεχθούν
Αλλά η αράχνη στο φράχτη απάνω
τρώγει βιολέτες μόνο.

Έτσι αποκοιμήθηκα!
Έτσι θυσιάστηκα
Στους βωμούς του Σολόμωντα
Ποτίζοντας το χώμα με σκουριά
Και ανθίζοντας Κέδρους.

Επιτέλους, ω ευτυχία, ω σκοπέ, παραμέρισα το σκούρο μπλε του ουρανού, που μοιάζει με σκοτάδι, και ως χρυσός σπινθήρας στο φως της φύσης έζησα. Και πάνω στη χαρά μου, το πιο κωμικό, μα και συνάμα όσο πιο έξαλλο μπορούσα πήρα ύφος:

***

Ανακτήθηκε! Τι;
Η Αιωνιότητα.
Είναι που αναμίχθηκε η θάλασσα με ήλιο.

Ω! Η αιώνια ψυχή μου,
Τήρησε τους όρκους αψηφώντας
τις μοναχικές νύχτες και τις αναμμένες μέρες.

Έτσι θα απελευθερωθείς
απ΄ την ανθρώπινη ψήφο
από τις κοινές επιδιώξεις

Πέταξε σύμφωνα με…
Καμιά ελπίδα
Μήτε ανάταση
Επιστήμη και Υπομονή
Σίγουρο είναι το βασανιστήριο
Κανένα αύριο για να θυμόμαστε,
Απομεινάρια Σατινένια
Η ζηλευτή αγνότητα Θέτει το καθήκον.

Ανακτήθηκε!! Τι;
Η Αιωνιότητα.
Είναι η θάλασσα π΄ αναμίχθηκε με ήλιο.

Έγινα μια όπερα περίφημη: Είδα πως κάθε πλάσμα καταδικάσθηκε στην ευτυχία. Η δράση δεν είναι ζωή, είναι ένας τρόπος να εξασθενείς, ένας εκνευρισμός. Η ηθική είναι η αδυναμία του εγκεφάλου.

Κάθε πλάσμα κι άλλες διάφορες ζωές πρέπει να’ χει. Αυτός ο Κύριος δε γνωρίζει τι πράττει· Είναι ένας Άγγελος. Τούτη η οικογένεια είναι σα γενιά κουταβιών. Με μερικά άτομα, λογόφερα σε κάποια στιγμή από τις προηγούμενες υπάρξεις τους – όπως ακριβώς δηλαδή συνέβη κι αγάπησα αυτό το γουρούνι.

Καμιά από τις σοφιστείες της παραφροσύνης, – της τρέλας που κάποιος κλείδωσε, – δεν έχει λησμονηθεί από μένα: Θα μπορούσα να τις απαριθμήσω όλες, κατέχω το σύστημα.

Η υγεία μου απειλήθηκε. Ο τρόμος με πλησίασε. Αρκετές μέρες μισοκοιμάμαι, και ξυπνώντας, τα πιο θλιβερά μου όνειρα συνεχίζονται. Ήμουν έτοιμος για το θάνατο, και από επικίνδυνους δρόμους η αδυναμία μου με οδήγησε στο όριο του κόσμου και στη Cimmeria (Κριμαία), στη χώρα του σκότους και του ανεμοστρόβιλου.

Έπρεπε να ταξιδέψω, για να διαλύσω τις συναγμένες στο νου μου γοητείες. Στη θάλασσα, που αγάπησα σαν να επρόκειτο να διώξει μακριά την ακαθαρσία μου, είδα τον σταυρό της παρηγοριάς ν’ αναδύεται. Καταδικασμένος κι απ΄ το ουράνιο τόξο. Η ευτυχία ήταν η μοίρα μου, η τύψη μου, το σκουλήκι μου: Η ζωή μου θα ήταν για πάντα θεόρατη ώστε να αφιερωθεί στη δύναμη και στην ομορφιά.

Ευτυχία! Το θανατερό γλυκό της τσίμπημα, μου θύμισε του πετεινού το πρώτο λάλημα- ad matutinum, Christus venit - στις πιο σκοτεινές πόλεις:

Ω Εποχές, Ω Κάστρα!

Ποια καρδιά είναι αμόλυντη;
Έμαθα το μαγικό της Ευτυχίας:
Άπαντες γοητεύει.

Ζητωκραυγάστε για αυτή σε κάθε εποχή,
κάθε φορά που ο πετεινός τον Γαλατών λαλεί

Α! Κανένας φθόνος πια:
Τη ζωή μου την έκανε ζωή του

Κείνη η γοητεία είχε πάρει σάρκα και οστά
διασπείροντας τις προσπάθειες

Ω Εποχές, Ω Κάστρα!
Αλίμονο! Η στιγμή της διαφυγής του,
θα σημάνει την ώρα του θανάτου μου
Ω Εποχές, Ω Κάστρα!

***

Αυτά είναι παρελθόν. Σήμερα ξέρω πώς να δοξάσω την ομορφιά.

Μια εποχή στην Κόλαση (απόσπασμα από το Παραλήρημα)
ARTHUR RIMBAUD ( 20 Οκτωβρίου 1854 - 10 Νοεμβρίου 1891)


Fedra V.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου