Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Τα δέντρα της μνήμης...




Το πατρικό της στον πρώτο όροφο νεόκτιστης –τα χρόνια εκείνα- οικοδομής, λίγα μέτρα από το χώμα. Ξεχώριζε ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια με τις μεγάλες αυλές. Σκόνη πολύ και
φασαρία τα καλοκαίρια. Το χειμώνα βούλωναν τα φρεάτια και πλημμύριζε ο τόπος. Μικρό, στενό δρομάκι, οδηγούσε σε αλάνα γεμάτη πέτρες κι είχε δυο βράχους στην είσοδο σαν πολεμιστές που φύλαγαν το σκοτεινό βασίλειο. Μαζευόταν παιδομάνι τα απογεύματα από τις γύρω γειτονιές κι ο τόπος γινόταν μια απέραντη παιδική χαρά. Φωνές, πανηγυρισμοί, καβγαδάκια, παράξενοι ήχοι, κουδουνάκια από ποδήλατα, μπάλες που χτυπούσαν ξανά και ξανά στους τοίχους, ποδοβολητά από κυνηγητό, κρυφτό, λάστιχο, σχοινάκι, ζαβολιές και πειράγματα  τάραζαν τον απογευματινό καφέ των ενηλίκων. Άλλοι τούς έβαζαν τις φωνές κι άλλοι χαμογελούσαν νοσταλγικά. Την εντυπωσίαζε πόση μελαγχολία μπορούσε να κρύψει εκείνο το χαμόγελο. Δεν έπαιζαν ποτέ όλοι μαζί, αλλά δεν έπαιζαν ποτέ και χωριστά. Ήταν μια παρέα κι ας μην ήξεραν καλά καλά τα ονόματα των περισσότερων. Ακόμα και τώρα είναι στο μυαλό της τα πρόσωπα, η χροιά της φωνής, τα βλέμματα, τα ονόματα όμως όχι. Δεν είχαν σημασία τότε, ίσως ούτε και τώρα, η αίσθηση ήταν που μετρούσε κι εκείνο το μοίρασμα κάθε απόγευμα, χειμώνα, καλοκαίρι.
 Είχε δυο δέντρα με χοντρούς κορμούς στο πεζοδρόμιο απέναντι από την οικοδομή, ακακίες. Φαινόταν από το παράθυρο του δωματίου της. Διάλεξε αυτό το δωμάτιο, όταν μετακόμισαν στο σπίτι, μόνο και μόνο γιατί μπορούσε να βλέπει εκείνα τα δέντρα. Κάθε άνοιξη φούντωναν κι έβγαζαν παράξενα ροζ  λουλούδια, χνουδωτά, στροβιλίζονταν στον άνεμο και κάθονταν στα μαλλιά της. Κολλούσαν παντού, στα τζάμια, στα πλακάκια, στα πλαστικά έπιπλα στο μπαλκόνι. Κατεργάρηδες που τρύπωναν στις γωνιές και έμεναν εκεί ως να μαραθούν από θλίψη.  Έδεναν το λάστιχο με τη φίλη της γύρω από τους κορμούς και παίζανε με τις ώρες. Δεν το καλοθυμάται το παιχνίδι, τους κανόνες του, μόνο πως ήταν δύσκολο το έκτο βήμα γιατί σ’ αυτό έχανε κάθε φορά. Έπρεπε να πατήσει ταυτόχρονα με τα δύο πόδια τη μία και την άλλη πλευρά του λάστιχου και μετά να τα εναλλάξει. Σ’ αυτή την εναλλαγή το ένα πόδι, το δεξί συνήθως, έκανε τα δικά του και πάει η σειρά της. Ο συγχρονισμός ήταν ανέκαθεν το αδύναμο σημείο της. Δεν μπορούσε να δίνεται σε δύο πράγματα ταυτόχρονα. Σε ένα δινόταν παράφορα κι απόλυτα. Το λάστιχο ήταν γεμάτο κόμπους. Κάθε μέρα το δένανε και μετά δεν μπορούσαν να το λύσουν. Κόψε, ξανακόψε, μίκραινε και στο τέλος το πετούσαν. Λάστιχο άλλαζαν, δέντρα ποτέ. Χοροπηδούσαν πάνω κάτω μετρώντας, γελούσαν, θύμωναν, μάλωναν, μόνιαζαν. Που και που έριχνε κλεφτές ματιές στο παράθυρο, εκεί στεκόταν συνήθως ο πατέρας με ένα βιβλίο στο χέρι. Μέσα στην ανεμελιά του παιχνιδιού αναζητούσε την ασφάλεια της παρουσίας του. Πέρασε καιρός  να το καταλάβει…
Μετά από μερικά χρόνια ασφαλτοστρώθηκε το δρομάκι, χτίστηκαν δυο τρεις ακόμα πολυκατοικίες πιο ψηλές και πιο μεγάλες από τη δική της, οι βράχοι απομακρύνθηκαν, καθάρισε η αλάνα από τις πέτρες κι έγινε λεωφόρος με νησίδα στη μέση. Τα όρια του βασιλείου της πια ήταν ρευστά, αλλά παρέμενε ακόμα η μαγεία του, όποιος έστριβε στο στενό την ένιωθε κι έλεγαν πολλοί πως είναι ακόμα ένα απομεινάρι της παλιάς γειτονιάς. Εργάτες του δήμου φύτεψαν κι άλλα δέντρα σε βαθιές τρύπες κατά μήκος των πεζοδρομίων. Μεγάλωσαν, φούντωσαν, δημιούργησαν μια αψίδα από φυλλώματα. Ανάμεσά τους τα δέντρα της, τα αγαπημένα δέντρα των παιδικών της χρόνων, άπλωναν ρίζες, άπλωναν κλαδιά. Άπλωσε κι αυτή αλλού τα όνειρά της, άλλαξε γειτονιά, έφυγε από το πατρικό. Γέμισαν οι δρόμοι αυτοκίνητα και τα παιδιά λιγόστεψαν. Δεν ακούγονταν πια φωνές, αλλά φρεναρίσματα, κόρνες κι εξατμίσεις. Θαρρείς το σκηνικό ετοιμαζόταν για κείνη την άνοιξη που περίσσεψε ο θάνατος. Ήρθε κι έμεινε καιρό, χτύπησε πολλές πόρτες, μπήκε και βγήκε σε πολλά σπίτια κι ας κλείδωναν πια τα βράδια. Χάθηκε τότε κι ο πατέρας. Μα τα δέντρα της ήταν εκεί κι ας άλλαζαν όλα γύρω τους, άλλοτε θλιμμένα, άλλοτε χαρούμενα, όμως εκεί σταθερά. Κάθε φορά που επισκεπτόταν το πατρικό, τα κοιτούσε ώρες πίνοντας καφέ, τα άκουγε να της ψιθυρίζουν, τους μιλούσε.

………………………………………………………………………

Πέρυσι έκανε μήνες να πάει στην παλιά γειτονιά, για καιρό αραίωσε συνειδητά τις επισκέψεις της, είχε εξάλλου πάμπολλες δικαιολογίες, δουλειά, εξεταστική, μια ερωτική απογοήτευση. Η αλήθεια είναι πως απέφευγε συστηματικά τα μάτια της μάνας της, αλλά την αλήθεια αυτή ούτε στον εαυτό της δεν την ομολογούσε. Όταν επιτέλους το αποφάσισε και πήγε, δυο μαύρες τρύπες έχασκαν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τι απέγιναν τα δέντρα; Τα δέντρα της; Ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά, άνοιξε την πόρτα κι ούτε καλημέρα δεν είπε. Η μάνα στην κουζίνα έψηνε καφέ. Τρόμαξε στην αρχή, πήγε να χαμογελάσει, έμεινε το χαμόγελο κρεμασμένο στην άκρη από τα χείλη της, καθώς στρίγγλισε λαχανιασμένη από τα σκαλιά τη μόνη ερώτηση που την έκαιγε.

-    Μάνα, τι έγιναν τα δέντρα;
-    Τα έκοψαν οι υπάλληλοι του δήμου. Κούφια ήταν. Δεν είχαν ζωή.
-    Πως κούφια; Άνθιζαν. Πρασίνιζαν.
-    Κούφια σου λέω. Μόνο τις ρίζες δυσκολεύτηκαν να βγάλουν.
-    Γιατί ζούσαν, φώναξε. Ζούσαν! Και την πήραν τα κλάματα.

Σάστισε η μάνα.

-    Μα πως κάνεις έτσι; Σύνελθε! Σαν μωρό κάνεις για δυο δέντρα. Κοντεύεις τα σαράντα. Μεγάλωσε πια!

Έκλαψε ώρα πολύ με λυγμούς, η μάνα δεν καταλάβαινε, μα την αγκάλιασε και σταμάτησε να μιλά. Ψέλλιζε κάθε τόσο … τα δέντρα μου… τα δέντρα μου… και ρουφούσε τη μύτη της. Κάποια στιγμή απόκαμε κι αφέθηκε απλά στη στοργή εκείνης της αγκαλιάς. Δεν μπορούσε παρά να αποδεχθεί το αμετάκλητο. Αποτραβήχτηκε μετά, πήρε μερικές ανάσες, σκούπισε τα μάτια, τράβηξε τα μαλλιά της από το πρόσωπο κι άναψε τσιγάρο. Χαμογέλασε καθησυχαστικά στη  μάνα.

-    Άντε, κάνε και σε μένα ένα καφεδάκι. Όλα καλά είναι. Μεγάλωσα ξανά.

Κουβέντιασαν ώρα πολύ για άσχετα θέματα, για μαθήματα, για το πτυχίο, για απλήρωτους λογαριασμούς, για την κόρη της γειτόνισσας που χώρισε και για την άλλη που επιτέλους απέκτησε το πρώτο της παιδί. Κουβέντιασαν  σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα παράξενο. Μόνο πάνω στην πόρτα, πριν το φιλί και την ατάκα θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις φτάσω σπίτι, η μάνα ρώτησε διστακτικά αν είναι καλά, για να επιβεβαιώσει πως το ξέσπασμα πέρασε κι όλα ξαναβρήκαν τους γνώριμους ρυθμούς. Έγνεψε καταφατικά χωρίς να την κοιτάζει ψαχουλεύοντας την τσάντα της. Φεύγοντας στάθηκε ώρα πάνω από τις μαύρες τρύπες. Θαμμένη εκεί όλη η παιδική της αθωότητα. Είχε την παρόρμηση να σκάψει, να χώσει τα χέρια της βαθιά στο χώμα, ώσπου να τη βρει. Δεν το έκανε. Καλύτερα έτσι, σκέφτηκε. Καλύτερα. Διέσχισε αργά το δρομάκι και βγήκε στη λεωφόρο. Χώθηκε στο πρώτο ταξί που βρήκε.

-    Που πάμε, κοπελιά;
-    Σπίτι.

Ο ταξιτζής κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και ξαναρώτησε προσπαθώντας να ακουστεί, όσο πιο ευγενικός γινόταν. Συνήλθε, χαμογέλασε και του είπε δυνατά τη διεύθυνση.

………………………………………………………………………

Την άνοιξη έβαλαν στις άδειες τρύπες δυο καινούρια δενδρύλλια. Δεν έπιασαν. Ξεράθηκαν γρήγορα. Και τα επόμενα το ίδιο.

-    Μην προσπαθείτε, ήθελε να τους φωνάξει. Μην προσπαθείτε. Κανείς δεν υπάρχει να τα ποτίσει μνήμες.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΑΥΡΙΔΟΥ


Fedra V.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου